- ἀναλυθέντες
- ἀναλύωcause to wanderaor part pass masc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επιπεδούμαι — ἐπιπεδοῦμαι, όομαι (Α) [επίπεδος] παθ. (για αριθμό) γίνομαι επίπεδος, τετραγωνικός («ἐπιπεδωθήσονται τετραγωνικῶς ἀναλυθέντες εἰς μονάδα», Ιάμβλ.) … Dictionary of Greek